- Κοιογενής
- Κοιογενήςborn of Coiosmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιογενής — κοιογενής, ές, θηλ. και κοιογένεια (Α) (το θηλ. ως επίθ. τής Λητώς) αυτή που γεννήθηκε από τον Κοίον («ἀλλ ἁ κοιογενὴς ὁπότ ὠδίνεσσι θύοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβαινεν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κοῖος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. διο… … Dictionary of Greek
Κοιηίς — Κοιηΐς, ΐδος, ἡ (Α) Κοιογενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κοῖος, όν. ενός τιτάνα] … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek